- προθύτης
- και αιολ. τ. προθύτας, ὁ, Α [προθύω]1. άτομο που προσέφερε προθύματα2. τίτλος ιερέα ενός θρησκευτικού συλλόγου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προθύτην — προθύτης one who offers masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προθύω — Α 1. προσφέρω θυσία προηγουμένως 2. ενεργώ ως προθύτης 3. μτφ. σφάζω κάποιον προηγουμένως («δέδια μὴ προθύσηταί με τοῡ πολέμου χεῑρα οὐ μικρὰν ἤδη περιβελβημένος», Λουκιαν.) 4. θυσιάζω για χάρη κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + θύω «θυσιάζω»] … Dictionary of Greek